κολλᾷ

κολλᾷ
κολλάω
glue
pres subj mp 2nd sg
κολλάω
glue
pres ind mp 2nd sg (epic)
κολλάω
glue
pres subj act 3rd sg
κολλάω
glue
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόλλα — κόλλᾱ , κόλλα glue fem nom/voc/acc dual κόλλα glue fem nom/voc sg κόλλᾱ , κολλάω glue pres imperat act 2nd sg κόλλᾱ , κολλάω glue imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — η 1. κάθε γλοιώδης ουσία που έχει τη δυνατότητα να συνδέει δύο εφαπτόμενες επιφάνειες, όταν βρεθεί μεταξύ τους. 2. ύλη που χρησιμοποιείται για το κολλάρισμα στα πουκάμισα. 3. ολόκληρο φύλλο χαρτιού: Να αγοράσεις μια κόλλα για να γράψεις την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλᾶ — κολλάω glue pres subj act 1st sg (doric aeolic) κολλάω glue pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] …   Dictionary of Greek

  • κόλλας — κόλλᾱς , κόλλα glue fem acc pl κόλλᾱς , κόλλα glue fem gen sg (doric aeolic) κόλλᾱς , κολλάω glue imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαι — κόλλα glue fem nom/voc pl κόλλᾱͅ , κόλλα glue fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλαν — κόλλα glue fem acc sg κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κόλλᾱν , κολλάω glue imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλᾶν — κόλλα glue fem gen pl (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc voc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κολλάω glue pres part act masc nom sg (doric aeolic) κολλᾶ̱ν , κολλάω glue pres inf act (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλάσθω — κολλά̱σθω , κολλάω glue pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”